ἐκπορθεῖ

ἐκπορθεῖ
ἐκπορθέω
pillage
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐκπορθέω
pillage
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
ἐκπορθέω
pillage
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἐκπορθέω
pillage
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκπορθητής — ο αυτός που εκπορθεί ή εκπόρθησε οχυρό τόπο …   Dictionary of Greek

  • περσέπολις — Μία από τις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, όπου σώζονται οι τάφοι των Περσών βασιλιάδων. Ιδρύθηκε από τον Δαρείο A΄ γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και επεκτάθηκε από τον γιο του Ξέρξη A΄ και τον Αρταξέρξη A΄. Ήταν χτισμένη στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • πτολίπορθος — ον, Α αυτός που εκπορθεί, που κυριεύει και λεηλατεί πόλεις (α. «πτολίπορθον στίχα Μήδων», Διόδ. Σικ. β. «πτολιπόρθοις ἐν μάχαις», Πίνδ. γ. «λισσομένη τιμῆσαι Ἀχιλλῆα πτολίπορθον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + πορθος (<… …   Dictionary of Greek

  • Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”